Οι απόμαχοι της ζωής,
Έλληνες και μη,
στριμώχνουν-βαθιά μέσα τους-
μνήμες, άσχημες μνήμες…
Κλείνουν τα μάτια τους,
κλείνουν τ΄ αυτιά τους
για να μη βλέπουν τίποτα,
τίποτα να μην ακούνε…
Φοβούνται, διαισθάνονται,
εκείνοι ξέρουν,
αγκαλιάζονται μεταξύ τους και κλαίνε.
Κλαίνε σιωπηλά.
Τα δάκρυά τους σμίγουν,
μαζί κι οι απορίες τους:
Άραγε, τούτη τη φορά, οι Γερμανοί,
τί, ακόμα, να ζητούν;
Χρήμα μας δίνουν οι άνθρωποι
και μάλιστα αφορολόγητο
κι ας το λένε κάποιοι «μαύρο!»
Πάρτε! Πάρτε και μη φοβάστε,
εμείς είμαστε εδώ!
Μας αγαπούν; Μας μισούν;
Πράττουν κατά το δοκούν;
Μήπως ξέχασαν πως πόσα
ακόμα μας χρωστούν;
Οι γερμανοί ξανάρχονται…